- οπίσθωμοι
- οιζωολ. τάξη νεοπτερύγιων οστεοϊχθύων που περιλαμβάνει επιμήκη είδη τα οποία μοιάζουν με τα χέλια και απαντούν στα γλυκά νερά τής Αφρικής και τής νότιας Ασίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthomi (< οπισθ[ο]-* + ώμος)].
Dictionary of Greek. 2013.